κατήχει — κατάγω lead down plup ind act 3rd sg (attic epic) κατηχέω sound over pres imperat act 2nd sg (attic epic) κατηχέω sound over imperf ind act 3rd sg (attic epic) κατηχέω sound over pres imperat act 2nd sg (attic epic) κατή̱χει , κατηχέω sound over… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηχητικός — ή, ό (AM κατηχητικός, ή, όν) [κατηχητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατήχηση, ο επιτήδειος στο να κατηχεί νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το κατηχητικό είδος εκκλησιαστικού σχολείου που κατηχεί νεαρά άτομα στα δόγματα και στις ηθικές αρχές τού … Dictionary of Greek
κατήχηση — Στοιχειώδης διδασκαλία του δόγματος της χριστιανικής πίστης. Αρχικά, η κ. απευθυνόταν προς τους ενηλίκους που επρόκειτο να βαπτιστούν· σήμερα απευθύνεται κυρίως στα παιδιά (κατηχητικά σχολεία). K. ονομάζεται και το σχετικό βιβλίο που… … Dictionary of Greek
κατηχισμός — κατηχισμός, ὁ (AM) [κατηχίζω] 1. το να κατηχεί κάποιος, η διδασκαλία τών χριστιανικών δογμάτων, το κήρυγμα 2. το περιεχόμενο τής διδασκαλίας, το δόγμα που διδάσκεται κανείς … Dictionary of Greek
κατηχητής — ο θηλ. κατηχήτρια αυτός που κατηχεί, αυτός που διδάσκει σε άλλους τα δόγματα της θρησκείας: Είναι κατηχητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηχητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κατήχηση ή ο επιτήδειος στο να κατηχεί: Άνοιξαν τα κατηχητικά σχολεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)